- σπερνός
- -ή, -ό, Ν1. εσπερινός, βραδινός2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνόη ακολουθία τού εσπερινού3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνάα) τα κόλλυβα νεκρώνβ) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπερινός, με σίγηση τού αρκτικού -ε- και συγκοπή τού -ι].
Dictionary of Greek. 2013.